- δακρυόρροια
- ηβλ. δακρύρροια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακροκεφαλία — Παθολογική παραμόρφωση του κρανίου που προκαλείται από την πρόωρη συνοστέωση ορισμένων ραφών με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ύψος του κεφαλιού και να αποκτά το κεφάλι σχήμα πυργοειδές. Η α., που πιθανώς οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές,… … Dictionary of Greek
δακρύρροια — και δακρυόρροια, η (AM δακρύρροια) [δακρύρροος] η ροή δακρύων από τα μάτια, το κλάμα νεοελλ. παθολογική, άφθονη ή ακατάσχετη εκροή δακρύων … Dictionary of Greek